γαλακτοπαραγωγός

γαλακτοπαραγωγός
ός , όν 1.
1) производящий молоко; 2) молокогонный (о средствах); 2. (ο ) человек, разводящий молочный скот

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γαλακτοπαραγωγός" в других словарях:

  • γαλακτοπαραγωγός — όν 1. αυτός που παράγει γάλα, ο γαλακτοφόρος* 2. (για ουσίες, φάρμακα κ.λπ.) εκείνος που ενισχύει την αύξηση παραγωγής τού γάλακτος 3. ως ουσ. ο παραγωγός γάλακτος, αυτός που ασχολείται με την κτηνοτροφία κι εκμεταλλεύεται το γάλα που παράγεται.… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Τζέρσεϋ — Ν φρ. «φυλή Τζέρσεϋ» ζωοτ. γαλακτοπαραγωγός φυλή βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Jersey, το μεγαλύτερο και νοτιότερο από τα αγγλονορμανδικά νησιά] …   Dictionary of Greek

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • ταρανταίζ — Ν (ζωοτεχν.) γαλλική γαλακτοπαραγωγός φυλή βοοειδών, η οποία προέρχεται από την περιοχή Ταρανταίζ τών Αλπεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tarentaise < Tarentaise, περιοχή τών Άλπεων] …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»